- εξειρύω
- βλ. εξερύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξερύω — ἐξερύω, ιων. τ. ἐξειρύω (Α) [ερύω] 1. βγάζω έξω («πὰρ δὲ στὰς βέλος ὠκὺ διαμπερὲς ἐξέρυσ ὤμου», Ομ. Ιλ.) 2. τραβώ έξω 3. αρπάζω κάτι, τό αφαιρώ από άλλον («ἐξείρυσε χειρὸς τόξον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
υπεξερύω — και ιων. τ. ὑπεξειρύω Α ὑπεξέλκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξερύω / ἐξειρύω «εκβάλλω, σύρω έξω»] … Dictionary of Greek